*Τα γεγονότα που περιγράφονται συνέβησαν στη Wyalla, Νότια Αυστραλία εν έτει 2009*
Η E.J. Mason ζει σήμερα ακόμα στο Wyalla της Αυστραλίας, μαζί με την οικογένειά της, ευτυχισμένη και πετυχημένη, παλεύοντας καθημερινά με τα ψυχολογικά και σωματικά της τραύματα. Είναι πλέον ελεύθερη και καταξιωμένη στη χώρα της δημοσιογράφος και συγγραφέας του βιβλίου «Sex and the suburbs».
Πριν από δεκατρία χρόνια πήρα πιο δύσκολη και τρομακτική απόφαση, που
έμελλε ν’ αλλάξει όλη μου τη ζωή. Έφυγα από το τον μη υγιή –και πολύ
βίαιο- γάμο μου. Η συναισθηματική, ψυχολογική κι οικονομική βία είχε
φτάσει σε αφάνταστα επίπεδα· τόσο που βρέθηκα στα επείγοντα με τους
γιατρούς ν’ ανησυχούν ότι είχα πάθει εγκεφαλικό. Δεν μπορούσα πια να
μιλήσω, προσπαθούσα και δεν κατάφερνα ν’ αρθρώσω λέξη. Ίσως και να μην
ήθελα.
Η ναρκισσιστική κακοποίηση είχε πλέον γραπωθεί τόσο έντονα στο μυαλό
μου που ήμουν στο σημείο που δεν ήθελα πια να ζω. Κι όχι απλώς δεν ήθελα
να ζω για τον εαυτό μου· δεν ήθελα ούτε για τα παιδιά μου, ούτε για την
οικογένειά μου που τόσο με αγαπούσαν. Για κανέναν. Ως τότε όμως ήμουν
πραγματικά πεπεισμένη ότι ήμουν κλινικά παρανοϊκή κι ότι ο εν διαστάσει
σύζυγός μου είχε δίκιο. Ήμουν εγώ που ήμουν τρελή, ήμουν εγώ που ήμουν
χαζή, εγώ που ήμουν κακότροπη κι άσχημη. Εγώ ήμουν αυτή που δεν
υποστήριζα τον σύντροφό μου κι η λίστα των προβολικών επιθέτων που
χρησιμοποιούσε εις βάρος μου, άρχισαν να γεμίζουν τόμους. Για πάνω από
είκοσι χρόνια το μόνο που άκουγα ήταν «Είσαι…» «Έκανες…» «Δεν είσαι
ικανή να…».
Οι δύο φράσεις που ποτέ δε με άφησαν (ακόμα και σήμερα ηχούν στα
αφτιά μου σαν καμπάνες) είναι «τα δάκρυά σου είναι το όπλο σου» αφού
κάθε φορά που με κακοποιούσε έκλαιγα κι ήθελε να μου μεταφέρει το
φταίξιμο για τα λάθη του. Η δεύτερη το «δε με στηρίζεις ποτέ» όταν
επιτέλους παραιτήθηκα από την κοινή μας επιχείρηση για να δεχθώ μια θέση
στα media, εφόσον είχα σπουδάσει δημοσιογραφία.
Ένα «γιατί;» ανάλωνε τις καθημερινές μου σκέψεις. Γιατί αυτός ο
άντρας που μου έλεγε ότι μ’ αγαπούσε, να μου φέρεται με τόση απέχθεια;
Γιατί με έβαζε κάθε τρεις και λίγο σ’ αυτά τα σκοτεινά μέρη; Γιατί κάθε
βράδυ δεν κοιμόταν αν πρώτα δε με είχε κάνει να κλάψω με λυγμούς; Γιατί
μου έδειχνε τόση ασέβεια; Γιατί δεν ήταν περήφανος για μένα; Γιατί
απευθυνόταν στα τρία μας παιδιά με τόσο θυμό κι απαξίωση- ειδικά τον
μοναχογιό μας; Γιατί, καταλήγοντας στο νοσοκομείο, ανίκανη να αρθρώσω
λέξη και θέλοντας να πεθάνω, δε συγκινήθηκε;
Έχοντας εξεταστεί από τον Προϊστάμενο της Ψυχιατρικής κλινικής του
νοσοκομείου, ο οποίος εξήγησε στους γονείς και τον αδελφό μου ότι ήμουν
θύμα σοβαρότατης ψυχολογικής κακοποίησης, παρευρέθηκα σε εκτενή θεραπεία
οπού έμαθα για τον ναρκισσισμό· μια διαταραχή προσωπικότητας που
προκαλούσε μη αναστρέψιμη σχεδόν βλάβη στα θύματά του.
Μετά από είκοσι χρόνια διαφόρων επιθέσεων, συμπεριλαμβανομένης της
απειλής της ζωής μου με καραμπίνα, ο ίδιος άρχισε να απειλεί πως θα
βάλει τέλος στη ζωή του αν έφευγα. Τότε αποφάσισα ότι χρειαζόταν να
δραπετεύσω από αυτή τη ζωή. Εκείνη τη μέρα έγινε τόσο βίαιος που με
πέταξε πάνω στο κομοδίνο προκαλώντας δύο δισκοκήλες και βλάβη σε νεύρο.
Σαν να μην έφτανε αυτό, μου πέταξε ένα καλάθι στρατιωτικές μπότες με το
οποίο πέρασε δίπλα στο κεφάλι μου και μέσα από την τζαμαρία του
παραθύρου πίσω μου. Στο τηλέφωνο, σε ανοιχτή ακρόαση, τα άκουγε όλα η
μάνα μου καθώς την πήρα τηλέφωνο, σίγουρη ότι θα με σκότωνε. Η κατάληξη
ήταν να καταφέρω να καλέσω την αστυνομία καθώς αυτός έτρεχε να φύγει με
το αυτοκίνητό του, να ξεφύγει από τον μπελά που ήξερε ότι τον είχε βρει.
Τα επόμενα τρία χρόνια τα πέρασα παραλυμένη από πόνους. Είχε
κατηγορηθεί για επίθεση και πρόκληση σωματικής βλάβης κι η υπόθεσή μας
είχε πάρει το δρόμο της δικαιοσύνης στο ομοσπονδιακό οικογενειακό
δικαστήριο της Αυστραλίας. Πράγμα που αντί να απαλύνει την κατάσταση,
προκάλεσε ακόμα πιο σοβαρή –ίσως και χειρότερη- κακοποίηση. Οι ψευδείς
ισχυρισμοί του και τα γράμματα από τους δικηγόρους του μούδιασαν κάθε
σπιθαμή μου.
Έφτασε μια μέρα που με κάλεσε ο συνήγορος της αστυνομίας να με
προειδοποιήσει: Είχε κορυφαίο δικηγόρο ο οποίος θα κατάφερνε να τον
αθωώσει, όποια κι αν ήταν η κατηγορία. Ζούσα έναν εφιάλτη υπερβολών κι η
πίστη ότι η αστυνομία θα μπορούσε να με βοηθήσει και να με προστατέψει
έγινε απλώς μια στυμμένη λεμονόκουπα πάνω από σάπια ψάρια. Είχα χάσει
την πίστη και την εμπιστοσύνη μου ακόμα και στη δικαιοσύνη. Είχα ήδη
χάσει όσα για τα οποία πάλεψα καθ’ όλη την ενήλικη ζωή μου, εκτός από
τον σφυγμό μου.
Δε θα αναφέρω τη σεξουαλική βία που βίωσα· παντρεμένη ήμουν -είχα
συζυγικά καθήκοντα- οπότε είχε το δικαίωμα να με πονέσει και να κάνει
ό,τι ήθελε κάθε που είχε όρεξη. Ως και σήμερα, αυτό είναι κάτι για το
οποίο δεν μπορώ να μιλήσω.
Δεκατρία χρόνια αργότερα, κουβαλώντας συναισθηματικό και ψυχολογικό
τραύμα τα οποία με δυσκολία θα ξεπεράσω, με τραύμα μέσης που χρειάστηκε
εγχείρηση, χωρίς πιστωτική ικανότητα μιας και το δικό του όνομα ήταν σε
όλους τους λογαριασμούς κι άφησε ρεύμα, αέριο, νερό, τηλέφωνο κι
ιντερνέτ απλήρωτα και τα παιδιά μας σε κατάσταση οικονομικής αθλιότητας,
στο ίδιο μας το σπίτι, χωρίς τα βασικά. Δεν μπορούσα καν να πληρώσω
τους λογαριασμούς αφού είχαμε κοινές τραπεζικές καταθέσεις κι εξαιτίας
της νομοθεσίας (στην Αυστραλία) περί προστασίας προσωπικών δεδομένων,
δεν είχα πρόσβαση. Ακόμα και το σύστημα με τιμωρούσε. Δυσκολεύτηκα να
επιστρέψω στη δουλειά καθώς η υγεία μου επιδεινώθηκε από το έντονο
στρες, σε σημείο που πλέον έχω μια μόνιμη πάθηση παύοντας τη λειτουργία
των ορμονών στον οργανισμό μου. Μερικοί ίσως και να το θεωρήσουν
ευλογία. Ίσως είναι το μόνο καλό που αποκόμισα τελικά από αυτόν τον γάμο
κι αυτόν τον άνθρωπο· μια επιβαλλόμενη από τον ίδιο μου τον οργανισμό
κατάσταση ζεν.
Αυτή είναι η έκταση της ενδοοικογενειακής βίας κι η επίδραση που έχει
στην κοινωνία μας, στην οικονομία- ακόμα και στις ίδιες μας τις ψυχές.
Πάλευα. Ξεχασμένη. Δεν ακούστηκα. Με παράτησαν. Τραυματισμένη.
Σπασμένη. Με ένα σωρό βλάβες. Κι όμως εδώ είμαι ακόμη. Επιτέλους
συνειδητοποίησα ότι ο κόσμος πέρα από την εξώπορτά μου δε με έβλεπε ως
ηλίθια, ως άσχημη κι ως εγωίστρια. Το αντίθετο μάλιστα. Απέκτησα
εξέχουσα φήμη και πολλή ενθάρρυνση, ένιωσα επιτέλους άξια, διέπρεψα στον
τομέα μου. Συνειδητοποίησα ότι δεν υπήρχε ούτε ψήγμα ασχήμιας μέσα ή
έξω μου, η οικογένειά μου κι οι φίλοι μου με αγαπούσαν για την αφοσίωσή
μου, τη φροντίδα και την καλοσύνη που τους έδινα απλόχερα.
Ζω, υπάρχω, είμαι εδώ και μιλώ, για να προστατεύω όσους μπορώ. Εκ
μέρους όσων δεν είναι πια μαζί μας. Χρέος μου είναι, όλων μας όσοι
ζήσαμε τη φρίκη και βρήκαμε επιτέλους μέσα στα σκοτάδια τη φωνή μας, να
την υψώσουμε σήμερα.
Εδώ και τώρα.
πηγή: www.pillowfights.gr